Η Μυκητιασική Ενδοφθαλμίτιδα είναι μία σπάνια αιτία λοιμώδους ραγοειδίτιδας, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή ενδοφθάλμια φλεγμονή και μη αναστρέψιμη απώλεια της όρασης.
Μπορεί να ταξινομηθεί σε εξωγενή ή σε ενδογενή. Στην εξωγενή μυκητιασική ενδοφθαλμίτιδα, μύκητες από την οφθαλμική επιφάνεια είτε από εξωτερική πηγή εισέρχονται εντός του οφθαλμού, όπως μετά από τραύμα, χειρουργείο ή μετάδοση από μυκητιασική κερατίτιδα. Στην ενδογενή μυκητιασική ενδοφθαλμίτιδα, οι μύκητες εισέρχονται στον οφθαλμό είτε μέσω αιματογενούς διασποράς όταν υπάρχει μυκητιαιμία είτε λιγότερο συχνά από το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα διαμέσου του οπτικού νεύρου. Προδιαθεσικοί παράγοντες μυκηταιμίας είναι οι μόνιμοι ενδοφλέβιοι καθετήρες, παρατεταμένοι χρήση αντιβιοτικών, κορτιζόνης, ή ανοσοκατασταλτικής θεραπείας, η αιμοκάθαρση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η κακοήθεια, ο αλκοολισμός καθώς και η χρήση ενδοφλεβίως ουσιών (ναρκωτικά). Μεταξύ των ασθενών με παρουσία candida στο αίμα τους, η πιθανότητα ενδογενούς μυκητιασικής ενδοφθαλμίτιδας κυμαίνεται μεταξύ 3%-45%.
Η πιο συχνή αιτία ενδογενούς μυκητιασικής ενδοφθαλμίτιδας είναι η Candida, και ακολουθείται από τον Aspergillus. Στην εξωγενή μυκητιασική ενδοφθαλμίτιδα, όπως μετά από τραύματα ή χειρουργεία η πιο συχνή αιτία είναι ο Aspergillus ακολουθούμενος από την Candida.
Τα συμπτώματα της μυκητιασικής ενδοφθαλμίτιδας είναι παρόμοια με αυτά της ραγοειδίτιδας, δηλαδή μειωμένη όραση, φωτοφοβία, οφθαλμικός πόνος και αιωρούμενα σωματίδια. Σε σύγκριση με την Βακτηριακή ενδοφθαλμίτιδα, η μυκητιασική έχει πιο ύπουλη έναρξη και η ένταση του πόνου είναι λιγότερη. Όταν εντοπίζεται η μυκητιασική ενδοφθαλμίτιδα στο πρόσθιο ημιμόριο εμφανίζεται με φλεγμονή συνοδευόμενη από υπόπυο, κερατικά ιζήματα και υπεραιμία του επιπεφυκότα. Όταν η μυκητιασική ενδοφθαλμίτιδα εντοπίζεται στο οπίσθιο ημιμόριο, εμφανίζεται σαν εστίες κιτρινόλευκες χοριοαμφιβληστροειδικές, υαλίτιδα, εξιδρώματα στο υαλοειδές που συνενώνονται και σχηματίζουν ένα «κολιέ από μαργαριτάρια», αιμορραγίες αμφιβληστροειδούς και αγγειίτιδα. Η λοίμωξη από Aspergillus μπορεί να προκαλέσει απόφραξη αγγείων αμφιβληστροειδούς και χοριοειδούς και εξιδρωματική αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, με αποτέλεσμα χειρότερη πρόγνωση από ότι η λοίμωξη από candida.
Η διάγνωση μυκητιασικής ενδοφθαλμίτιδας βασίζεται στην χρώση gram, στις καλλιέργειες υδατοειδούς υγρού και υαλοειδούς. Οι μύκητες χρειάζονται μεγάλη περίοδο επώασης για να αναπτυχθούν σε καλλιέργεια. Την καθυστέρηση αυτή της καλλιέργειας, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της θεραπείας, μπορούμε να την αποφύγουμε με την PCR του υδατοειδούς υγρού και του υαλοειδούς. Σε ενδογενή ενδοφθαλμίτιδα, η λήψη καλλιέργειας αίματος μπορεί να επιβεβαιώσει την μυκηταιμία. Η με βιτρεκτομή λήψη υαλοειδούς και καλλιέργειας έχει τα υψηλότερα ποσοστά θετικού αποτελέσματος (92%), σε σύγκριση με την παρακέντηση του υαλοειδούς (44%) και την καλλιέργεια υδατοειδούς υγρού (25%)
Για την θεραπεία της μυκητιασικής ενδοφθαλμίτιδας χρησιμοποιούνται δύο παράγοντες: πολυένια και αζόλες. Στα πολυένια ανήκει η Αμφοτερικίνη Β, η οποία έχει ευρύ φάσμα δράσης, αλλά περιορισμένη διαπερατότητα εντός του οφθαλμού και πιθανότητα τοξικότητας και νεφροτοξικότητας. Η χορήγησή της με ενδουαλοειδική έγχυση ενέχει τον κίνδυνο τοξικότητας του αμφιβληστροειδούς και νέκρωσης. Στις αζόλες ανήκει η Φλουκοναζόλη και η Βορικοναζόλη. Και οι δύο έχουν καλή ανεκτικότητα χωρίς να προκαλούν τοξικότητα και καλή ενδοφθάλμια διαπερατότητα. Η συστηματική χορήγηση Βορικοναζόλης μπορεί να προκαλέσει ηπατοτοξικότητα και εξάνθημα του δέρματος. Η συνιστώμενη 1ης γραμμής θεραπεία για ενδοφθαλμίτιδα από Candida είναι η Αμφοτερικίνη Β και η Φλουκοναζόλη, ενώ η Βορικοναζόλη συνιστάται σε ενδοφθαλμίτιδα από Aspergillus. Η Αμφοτερικίνη Β είναι ασφαλής στην εγκυμοσύνη (κατηγορία Β), ενώ η Βορικοναζόλη σχετίζεται με υψηλό κίνδυνο εμβρυικών δυσπλασιών σε μελέτες σε ζώα (κατηγορία D).
Ο ρόλος της Βιτρεκτομής στην αντιμετώπιση της μυκητιασικής ενδοφθαλμίτιδας είναι υπό συζήτηση, λόγω έλλειψης μεγάλων μελετών. Η βιτρεκτομή προσφέρει το πλεονέκτημα της λήψης υαλοειδούς για καλλιέργεια και PCR, καθώς και ότι μειώνει το φορτίο των ενδοφθάλμιων μυκήτων, καθαρίζει τις θολερότητες του υαλοειδούς με αποτέλεσμα την βελτίωση της όρασης.
Είναι σημαντικό, να είμαστε από το ιστορικό του ασθενούς υποψιασμένοι για το ενδεχόμενο μυκητιασικής ενδοφθαλμίτιδας, ώστε να γίνει πιο γρήγορα η διάγνωσή της και η έναρξη της θεραπείας, με στόχο την διατήρηση της όρασης.